παπαδολόι

παπαδολόι
το
βλ. παπαδαριό.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • παπαδολάσι — το παπαδομάνι, παπαδολόι. [ΕΤΥΜΟΛ. < παπάς / παπάδες + λάσι*] …   Dictionary of Greek

  • παπαδολόγι — και παπαδολόι 1. πλήθος παπάδων, παπαδουριά 2. ο κλήρος, το ιερατείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < παπάς / παπάδες + λό(γ)ι*] …   Dictionary of Greek

  • παπαδομάνι — το πλήθος ιερέων, παπαδολόι, παπαδουριά. [ΕΤΥΜΟΛ. < παπάς / παπάδες + μάνι*] …   Dictionary of Greek

  • παπαδουριά — η (σκωπτ.) πλήθος ιερέων, παπαδομάνι, παπαδολόι. [ΕΤΥΜΟΛ. < παπάς / παπάδες + κατάλ. ουριά* (πρβλ. κλεφτ ουριά)] …   Dictionary of Greek

  • παπαδαριό — το πλήθος παπάδων, ο κλήρος γενικά, το ιερατείο, αλλ. παπαδομάνι, παπαδολόι: Στην κηδεία του δεσπότη μαζεύτηκε όλο το παπαδαριό της περιοχής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”